- ἐπικαχλάζεσκεν
- ἐπικαχλάζωplash againstimperf ind act 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικαχλάζω — ἐπικαχλάζω (Α) 1. (για το κύμα) χτυπώ με θόρυβο πάνω σε κάτι («κῡμα πέτραις ἐπικαχλάζεσκεν», Απολλ. Ρόδ.) 2. παθ. ἐπικαχλάζομαι (κατά τον Ησύχ.) «ἐπικαχλάζεται διακινεῑται». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καχλάζω «κάνω θόρυβο, κοχλάζω»] … Dictionary of Greek